Πρόκειται
για μια ιστορία που μου την διηγήθηκε ένας από τους πρωταγωνιστές της
εποχής. Όταν τον Οκτώβριο του 1981, ο Αντρέας Παπανδρέου κέρδισε
εκείνες τις ιστορικές εκλογές, οι οποίες έβαζαν την “Δεξιά στο
χρονοντούλαπο της εξουσίας”, ξεχνώντας βεβαίως να κλείσει την πόρτα, ο
Χαρίλαος Φλωράκης, ως ηγέτης του ΚΚΕ, τον πήρε τηλέφωνο για να τον
συγχαρεί. Ο Αντρέας ήταν ευτυχισμένος και πολύ φιλικός μαζί του.
“Χαρίλαε, μην χαθείς από τα τηλέφωνα αυτές τις μέρες, θα σε πάρω
τηλέφωνο να σχηματίσουμε μαζί κυβέρνηση” του είπε. Ο Αντρέας βεβαίως δεν
πήρε ποτέ.
Ο Γιώργος, βιολογικό και πολιτικό τέκνο του Αντρέα, δεν πήρε κανένα
τηλέφωνο τον Κουβέλη, ούτε καμία άλλη από τις προσωπικότητες που
εμφανίζονται ως υποψήφιοι για μία θέση πρωθυπουργού. Το μέλημά του ήταν
να παίξει επιτυχώς το ρόλο της πολιτικής του επιβίωσης. Μετά από την
πρωτοβουλία του δημοψηφίσματος βρέθηκε έκθετος στους ευρωπαικούς
εταίρους και αδύναμος στο κόμμα του. Το πιο δυναμικό κομμάτι στο κόμμα
του απαιτούσε την αποχώρησή του μιλώντας ακόμη και για “εθνική
ταπείνωση”.
Η απαίτηση αυτή ήταν ένα μίγμα πολιτικής εκτίμησης και ανησυχίας, της
ευκαιρίας που βρήκαν ίσως να παίξουν το ρόλο που θεωρούσαν ότι είχαν και
σίγουρα ξεκαθαρίσματος με τον παρά φύση έρωτα με τον Βενιζέλο. Το θέμα
λοιπόν για τον Παπανδρέου ήταν η αξιοπρεπής αποχώρηση, με το λιγότερο
κόστος που θα άφηνε ανοιχτά τα παράθυρα επικοινωνίας με τον ιστορικό
του χώρο.
Στην ομιλία του στη Βουλή, έκανε την εμφάνιση ενός ηγέτη που αποτιμά το
δύσκολο έργο του. Κανένας από τους βουλετές του δεν είχε πρόβλημα να
τον χειροκροτήσει σε αυτό αφού φρόντισε να δηλώσει πάνω από πέντε φορές
πως θα δώσει χώρο σε μια κυβέρνηση συνεργασίας. Δεν ήταν λογικό- και
δεν το έκανε- να πει τη λέξη “φεύγω”.
Η
ονοματολογία των τελευταίων ωρών είναι ευσεβείς πόθοι και διαμόρφωση
κλίματος. Προσευχές και απειλές στον άγιο της πολιτικής ο οποίος απ
ό,τι φαίνεται λειτουργεί καλύτερα με τη φοβέρα.
Η ΝΔ είναι ο αστάθμητος παράγοντας που κάνει το λάθος να δηλώνει
προβλέψιμος δια των βιαστικών δηλώσεων του αρχηγού της. Στην κρίση που
προέκυψε στη χώρα μετά το σκάνδαλο Κοσκωτά το 89, η ΝΔ κατάφερε να
απενοχοποιηθεί και να αναβαπτιστεί πολιτικά τότε, συνεργαζόμενη με τους
πολιτικούς της αντιπάλους. Με άλλους ηγέτες βέβαια. Σήμερα ο Σαμαράς
γίνεται ο εύκολος στόχος δηλώνοντας πριν τις διαπραγματεύσεις εμμονή στη
δική του λύση. Χάνει δηλαδή στο όνομα του πολιτικού πόκερ (ή μήπως της
πολιτικής επιπολαιότητας;) το πλεονέκτημα να μιλα για εθνικές
συναινετικές λύσεις. Ο Αντώνης Σαμαράς μπορεί αν θέλει να κάνει τη δική
του πρόταση για τα πρόσωπα και το κύρος μιας κυβέρνησης. Αν δεν το
κάνει θα παγιδευτεί στο επιχείρημα της άγονης προσπάθειας που θα
εμφανίσει σε λίγες μέρες το ΠΑΣΟΚ. Στόχος του ενδεχομένως είναι να
αφήσει μια νέα κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ να πέσει σύντομα κάτω από το βάρος των
εξελίξεων, αναδεικνύοντας ίσως τον ίδιο ως λύση.
Το πολιτικό προσωπικό της χώρας, παραμένει αδύναμο να διαχειριστεί την
κρίση με λογική πέρα από την παγιωμένη λογική του, που βλέπει την
πολιτική ως πολιτικαντισμό, παγίδες, ελιγμούς, καταγγελτικές
αντιπαραθέσεις και τακτικές νίκες. Αυτό το παιχνίδι δεν είναι παιχνίδι
στρατηγικής, σκάκι, αλλά ένα θλιβερό φλιπεράκι, το οποίο τελειώνει, όταν
τελειώσει το νόμισμα.